Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

ΚΟΚΟΒΙΟΣ


Ο κοκοβιός ζούσε μόνος βαθειά στο βυθό, σε μια γούβα δίπλα στα βράχια. Δεν ξεμύτιζε από τη φωλιά του, άνοιγε το στόμα του και τρεφόταν με ό,τι περνούσε δίπλα του χωρίς να μετακινείται.
Γύρω του τα νεαρά ψαράκια ανέβαιναν στον αφρό, γλιστρούσαν στα όμορφα νερά, γδέρνονταν πάνω στα βράχια και στα δίχτυα. Πολλές φορές, αρκετά δε γύριζαν πίσω· είχαν γίνει τροφή των αρπακτικών και των δολωμάτων. Όσα επέστρεφαν, διηγούνταν στον κοκοβιό τις τρέλες και τα ταξίδια τους. Μιλούσαν για νέα βοσκοτόπια, για τα τραπέζια της θάλασσας, για μάχες που έδιναν και πονηριές που μηχανεύτηκαν για να ξεφύγουν από τα κοφτερά σαγόνια των σαρκοφάγων ψαριών, από τις συρτές, την καθετή, τα παραγάδια.Ο κοκοβιός τ’ άκουγε όλα αυτά, έξυνε την κούτρα του, μιλούσε λίγο και τους συμβούλευε να μην φεύγουν μακριά, να είναι προσεκτικοί και φρόνιμοι. Α! όλα κι όλα. Η φρονιμάδα, η σύνεση, η φρόνηση και η σιγουριά ήταν για τον κοκοβιό κάτι σαν λέπια. Κομμάτι από το σώμα και τη ζωή του. Ωστόσο, άκουγε προσεκτικά τις ιστορίες και κάπου ζήλευε τα άτακτα ψαράκια που γέμιζαν εμπειρίες και δράση.
Μια μέρα, σαν ξύπνησαν τα ψάρια δεν είδαν το γερο-κοκοβιό στη φωλιά του. Είχε φύγει. Από τότε δεν ξαναγύρισε. Ποιος ξέρει… Τον κατάπιε κάποιο σκυλόψαρο, μπλέχτηκε στα δίχτυα κι έγινε σούπα, «ξεμυαλίστηκε» κι άλλαξε τόπο κατοικίας…
Ποιος ξέρει. Θα μείνουμε με το ερώτημα αν η φρονιμάδα του κοκοβιού νικήθηκε από το ρίσκο του ταξιδιού και του ταξιδευτή…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου